επίσης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίσης < αρχαία ελληνική ἐπ' ἴσης
Επίρρημα
[επεξεργασία]επίσης
- χρησιμοποιείται μονολεκτικά για ανταπόδοση ευχής
- καληνύχτα! επίσης
- επιπλέον, ακόμα