καύσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καύσιμο | τα | καύσιμα |
γενική | του | καυσίμου & καύσιμου |
των | καυσίμων |
αιτιατική | το | καύσιμο | τα | καύσιμα |
κλητική | καύσιμο | καύσιμα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καύσιμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καύσιμος < αρχαία ελληνική καύσιμος < καῦσις < καίω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καύσιμο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό καύσιμα
- κάθε υλικό σε υγρή ή στερεά μορφή, το οποίο, λόγω της θερμικής ενέργειας που αποδίδει κατά την καύση του, χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας σε κινητήρες και μηχανές
- ⮡ πρατήριο υγρών καυσίμων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καύσιμο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καύσιμο