Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λίντισφαρν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 55°40′48″N 1°48′9″W / 55.68000°N 1.80250°W / 55.68000; -1.80250

Λίντισφαρν
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Λίντισφαρν
55°40′48″N 1°48′9″W
ΧώραΗνωμένο Βασίλειο
Διοικητική υπαγωγήΝορθάμπερλαντ
Έκτασηkm²
Πληθυσμός160
Ταχ. κωδ.TD15
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Λίντισφαρν (αγγλικά: Lindisfarne), ονομάζεται επίσης Ιερά Νήσος, είναι παλιρροϊκό νησί στη βορειοανατολική ακτή της Αγγλίας, το οποίο αποτελεί πολιτική ενορία της κομητείας του Νορθάμπερλαντ. Το νησί έχει καταγεγραμμένη ιστορία από τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ήταν σημαντικό κέντρο του Κελτικού Χριστιανισμού. Το μοναστήρι του Λίντισφαρν καταστράφηκε το 793 κατά τη διάρκεια επιδρομής των Βίκινγκς, αλλά επανιδρύθηκε μετά την Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας. Άλλα αξιοσημείωτα μνημεία είναι η εκκλησία της Παναγίας, το κάστρο, οι φάροι και ένα σύνθετο δίκτυο ασβεστοκάμινων. Το νησί συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα μέσω δρόμου 5 χμ. που είναι προσβάσιμος μόνο κατά την άμπωτη.[1]

Ένα μεγάλο μέρος του νησιού και η παλιρροϊκή ζώνη είναι καταφύγια πουλιών. Η περιοχή είναι εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς και πόλος έλξης για ιστορικό τουρισμό και παρατήρηση πουλιών. Περίπου 500.000 τουρίστες το επισκέπτονται κάθε χρόνο. Το 2013 υπήρχαν 160 κάτοικοι. Τον Φεβρουάριο του 2020, το νησί είχε τρεις παμπ, ένα ξενοδοχείο και ταχυδρομείο.[2]

Χαρακτηριστικά αξιοθέατα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το κάστρο του Λίντισφαρν από το λιμάνι

Το μοναστήρι του Λίντισφαρν, που ιδρύθηκε το 635 και αναστηλώθηκε από Βενεδικτίνους μοναχούς τον 11ο αιώνα, πλέον ερειπωμένο.

Η εκκλησία της Παναγίας βρίσκεται στη θέση του ξύλινου ναού του 635. Όταν ο χώρος αποκαταστάθηκε από τους Νορμανδούς, η αρχική εκκλησία ανακατασκευάστηκε με πέτρα. Είναι το παλαιότερο κτίριο του νησιού που έχει διατηρηθεί κατά κάποιο τρόπο. Αναστηλώθηκε πάλι το 1860.Τα διαχειρίζεται η εθνική αρχή πολιτιστικής κληρονομιάς της Αγγλίας, Ιστορική Αγγλία.

Σε έναν απότομο λόφο βρίσκεται το κάστρο του Λίντισφαρν, που χτίστηκε γύρω στο 1540 για να προστατεύσει από τις επιθέσεις της Σκωτίας. Τα ερείπια μετατράπηκαν σε ιδιωτική κατοικία από τον αρχιτέκτονα Έντουιν Λάτυενς το 1903 και τώρα ανήκει στον οργανισμό προστασίας και συντήρησης μνημείων και διατήρησης της φύσης National Trust.[3]

Το νησί σε χάρτη του1866

Τρεις διασυνδεδεμένες σιδηροδρομικές γραμμές στενού εύρους για τη μεταφορά ασβεστόλιθου από τα λατομεία ασβεστόλιθου στο βόρειο άκρο του νησιού που λειτουργούσαν από το 1846 έως το 1883.

Υπάρχουν επίσης αρκετοί φάροι με δείκτες πλοήγησης.

Το νησί περιβάλλεται από το Εθνικό Φυσικό Καταφύγιο του Λίντισφαρν έκτασης 8.750 στρεμμάτων, το οποίο προσελκύει ενθουσιώδεις παρατηρητές πουλιών. Η θέση του νησιού και ο ποικιλόμορφος βιότοπος το καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικό για τα αποδημητικά πτηνά, 330 διαφορετικά είδη πουλιών καταγράφηκαν στο νησί το 2016.[4]


Το μοναστήρι του Λίντισφαρν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άγαλμα του Αγίου Έινταν δίπλα στα ερείπια του μεσαιωνικού οικισμού.

Το μοναστήρι του Λίντισφαρν ιδρύθηκε το 635 από τον Ιρλανδό μοναχό Έινταν, που είχε αποσταλεί από το κέντρο του ιρλανδικού μοναχισμού της νήσου Αϊόνα, κατόπιν αιτήματος του βασιλιά Όσβαλντ της Νορθουμβρίας.[5] Έγινε η βάση για τον εκχριστιανισμό της βόρειας Αγγλίας και ίδρυσε κι άλλα μοναστήρια όπως το μοναστήρι του Ουίτμπι στη Μερκία. Ο προστάτης της Νορθουμβρίας, Άγιος Κάθμπερτ, ήταν μοναχός και αργότερα ηγούμενος του μοναστηριού πριν γίνει επίσκοπος.[4]

Στις αρχές του 8ου αιώνα, μοναχοί δημιούργησαν τα Ευαγγέλια του Λίντισφαρν, εικονογραφημένα χειρόγραφα στα λατινικά των Ευαγγελίων που θεωρούνται από τα καλύτερα δείγματα θρησκευτικής αγγλοσαξονικής τέχνης. Στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, προστέθηκαν επεξηγήσεις στο λατινικό κείμενο, παράγοντας ένα τα παλαιότερα αντίγραφα των Ευαγγελίων στα παλαιά αγγλικά. Τα χειρόγραφα βρίσκονται στη Βρετανική Βιβλιοθήκη.

Η επιδρομή των Βίκινγκς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το μοναστήρι του Λίντισφαρν και η εκκλησία της Παναγίας

Στις 8 Ιουνίου 793, το νησί δέχθηκε επίθεση από Βίκινγκς, βυθίζοντας τον δυτικό χριστιανικό κόσμο σε κατάπληξη και τρόμο. Οι παγανιστές επιδρομείς λεηλάτησαν τα πολύτιμα αντικείμενα του πλούσιου μοναστηριού, κατέστρεψαν την εκκλησία και σκότωσαν τους μοναχούς και τους κατοίκους του νησιού. Ήταν μια από τις πρώτες επιδρομές των Βίκινγκς - επιθέσεις είχαν αναφερθεί και νωρίτερα κυρίως σε μοναστήρια λόγω της απομονωμένης τοποθεσίας, της έλλειψης άμυνας και των χρυσών και αργυρών λειτουργικών σκευών - που καταγράφηκε στο Αγγλοσαξονικό Χρονικό και ήταν ιδιαίτερα σημαντική, γιατί «επιτέθηκαν στην ιερή καρδιά του βασιλείου της Νορθουμβρίας, βεβηλώνοντας το μέρος όπου ξεκίνησε η χριστιανική θρησκεία στο έθνος μας». Το έτος 793 χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να ορίσουν την έναρξη της εποχής των επιδρομών των Βίκινγκς, σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της Αγγλοσαξονικής Αγγλίας.[6]

«Εκείνη τη χρονιά, τρομεροί οιωνοί εμφανίστηκαν σε όλη τη Νορθούμβρια και τρόμαξαν τους ανθρώπους χωρίς τέλος: τεράστιοι ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί, και φλογεροί δράκοι φάνηκαν να πετάνε στον αέρα. Μεγάλος λιμός ακολούθησε αμέσως αυτά τα σημάδια. και αμέσως μετά, την ίδια χρονιά, στις 8 Ιουνίου, οι άθλιες καταστροφές των ειδωλολατρών, λεηλασίες και σφαγές, κατέστρεψαν την εκκλησία του Θεού στο Λίντισφαρν.» Αγγλοσαξονικό Χρονικό

Η πέτρα του Λίντισφαρν, ή Πέτρα των επιδρομέων Βίκινγκ, σκαλιστή ταφόπλακα του 9ου αιώνα, που βρέθηκε στο νησί. Οι ένοπλοι πολεμιστές είναι ίσως επιδρομείς Βίκινγκς.

Ο Αλκουίνος, ένας λόγιος της Νορθουμβρίας στην αυλή του Καρλομάγνου εκείνη την εποχή, έγραψε: «Ποτέ άλλοτε δεν εμφανίστηκε τέτοιος τρόμος στη Βρετανία σαν αυτόν που υποφέραμε από μια ειδωλολατρική φυλή… Οι ειδωλολάτρες έχυσαν το αίμα των αγίων γύρω από τον βωμό και ποδοπάτησαν τα σώματα των αγίων στο ναό του Θεού σαν κοπριά στους δρόμους». Κατά τη διάρκεια της επίθεσης πολλοί από τους μοναχούς σκοτώθηκαν, ή αιχμαλωτίστηκαν και υποδουλώθηκαν. Το 867, όταν οι Δανοί Βίκινγκς κατέκτησαν τη Νορθουμβρία, οι μοναχοί έφυγαν από το νησί παίρνοντας μαζί τους τα λείψανα του Αγίου Κάθμπερτ. [7]

Ο ιστορικός Πίτερ Ακρόιντ αναφέρει ότι η επίθεση δεν ήταν τυχαία αλλά το μοναστήρι επιλέχθηκε για λόγους εκδίκησης. Η επίθεση του Χριστιανού Καρλομάγνου στους «παγανιστές» του βορρά στην αρχή των Σαξονικών Πολέμων το 772, είχε οδηγήσει στην εξαφάνιση των ιερών και των οσίων τους. Ο βασιλιάς έκοψε το Ιρμινσούλ, το ιερό δέντρο στον γερμανικό παγανισμό των Σαξόνων, και στη θέση του ανήγειρε εκκλησία το 783.

Το μοναστήρι επανιδρύθηκε το 1093, μετά τη Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας ως ίδρυμα Βενεδικτίνων. Το ανακαινισμένο αλλά λίγο μικρότερο μοναστήρι συνέχισε σε σχετική ειρήνη υπό τη νέα νορμανδική μοναρχία και τους διάδοχους βασιλικούς οίκους για τους επόμενους τέσσερις αιώνες μέχρι την τελική διάλυσή του το 1536, αποτέλεσμα της διάλυσης των μοναστηριών κατά την Αγγλική Μεταρρύθμιση υπό τη βασιλεία του Ερρίκου Η'. Ακόμη και με το κλείσιμο του μοναστηριού το 1536, η παράδοση των θρησκευτικών προσκυνημάτων στο νησί δεν έπαψε ποτέ και η παράδοση του προσκυνήματος συνεχίζει να τηρείται ετησίως έως την εποχή μας. [8]