Αρντίτι
Αρντίτι | |
---|---|
Μέλη των Αρντίτι | |
Ενεργό | 1917–1920 |
Χώρα | Βασίλειο της Ιταλίας |
Κλάδος | Βασιλικός Ιταλικός Στρατός |
Τύπος | Δυνάμεις κρούσης |
Δύναμη | 18,000 |
Αρχηγείο | Στρατόπεδο του Μανζάνο, Φριούλι |
Ψευδώνυμο | Fiamme nere ("Μαύρες Φλόγες") |
Ρητό | "A chi sarà sempre riservata la gloria e la gioia di osare l’impossibile?
“A NOI!” " (Είτε θα νικήσουμε, είτε θα πεθάνουμε όλοι!) |
Χρώματα | text color Μαύρο |
Εμβατήριο | Fiamme nere |
Επέτειοι | Η τελευταία Κυριακή του Ιουλίου |
Συμπλοκές | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Διοίκηση | |
Τελετάρχης | Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ της Ιταλίας |
Αξιοσημείωτοι διοικητές | Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο |
Αρντίτι («τολμηροί», από το ιταλικό ρήμα ardire, «τολμώ») είναι το όνομα που υιοθετήθηκε από τις ειδικές δυνάμεις του Βασιλικού Ιταλικού Στρατού κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μαζί με τους Γερμανούς Sturmtruppen, αποτέλεσαν τα πρώτα σύγχρονα σώματα ειδικών δυνάμεων. Την εποχή τους είχαν χαρακτηριστεί ως «το σώμα που προκαλούσε περισσότερο τρόμο στα αντίπαλα στρατεύματα από οποιοδήποτε άλλο».[1][2][3]
Τα Reparti d'assalto (μονάδες εφόδου) συγκροτήθηκαν για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1917 από τον συνταγματάρχη Τζουζέπε Μπάσι και τους ανατέθηκε ο ρόλος των δυνάμεων κρούσης. Αποστολή τους ήταν να διεισδύσουν στις άμυνες του εχθρού και να προετοιμάσουν το έδαφος για την προέλαση του πεζικού. Οι Αρντίτι δεν αποτελούσαν μονάδες του πεζικού αλλά ξεχωριστό στρατιωτικό σώμα.
Τα Reparti d'assalto κατάφεραν να φέρουν ένα βαθμό κίνησης σε έναν πόλεμο που είχε τελματωθεί, με τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα να είναι εδραιωμένα στα χαρακώματα. Νίκησαν αρκετές μάχες οπλισμένοι με μαχαίρια και χειροβομβίδες, όπλα που αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικά στον περιορισμένο χώρο ενός χαρακώματος. Τα κατορθώματα του στο πεδίο της μάχης ήταν υποδειγματικά και έτσι κέρδισαν μια εξέχουσα θέση στην ιταλική στρατιωτική ιστορία. Διαλύθηκαν το 1920.
Το όνομα Αρντίτι χρησιμοποιήθηκε ξανά το διάστημα 1919-1920 από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής στη Φιούμε, των οποίων ηγούταν ο Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο. Η στολή τους, η οποία περιλάμβανε μαύρους χιτώνες και φέσι υιοθετήθηκε αργότερα από τις παραστρατιωτικές δυνάμεις του Μπενίτο Μουσολίνι, τους Μελανοχίτωνες. Σήμερα το 9ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών του ιταλικού στρατού και οι αμφίβιοι καταδρομείς του ιταλικού ναυτικού θεωρούνται οι διάδοχοι των Αρντίτι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώιμα πειράματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι απαρχές των Αρντίτι εντοπίζονται το 1914, όταν κάθε σύνταγμα του ιταλικού στρατού έλαβε την εντολή να σχηματίσει μια ομάδα ανιχνευτών, εκπαιδευμένους ώστε να δρουν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Οι πρώτες μονάδες των Αρντίτι σχηματίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν στο στρατόπεδο του Μανζάνο, στην επαρχία του Ούντινε. Το γεγονός αυτό τιμάται κάθε τελευταία Σάββατο του Ιουλίου. [4]
Προκάτοχοι των Αρντίτι θεωρούνται οι Λόχοι του Θανάτου (Compagnia della Morte), ειδικές ομάδες που αποτελούνταν από μέλη του πεζικού και στρατιωτικούς μηχανικούς, αποστολή των οποίων ήταν να ανατινάζουν τις εχθρικές οχυρώσεις. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι από τη χρήση πανοπλίας και ενός μεταλλικού κράνους, το λεγόμενο «Corazza Farina».[5]
Αποστολή των Αρντίτι δεν ήταν απλά να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε το πεζικό να επιτεθεί στις εχθρικές γραμμές, αλλά να καταλάβουν πλήρως τις εχθρικές θέσεις. Επιλέγονταν οι πιο τολμηροί εθελοντές και ιδιαίτερα αυτοί που δεν ενοχλούνταν από τις ισχυρές εκρήξεις του πυροβολικού. Οι άντρες των Αρντίτι εξασκούνταν στην ξιφασκία και στην πάλη σώμα με σώμα. Μετά το τέλος της εκπαίδευσης τους, οπλίζονταν με ελαφρά όπλα, όπως καραμπίνες, πιστόλια, ξιφίδια και χειροβομβίδες. Αρκετοί δεν έφεραν τυφέκια και καραμπίνες καθώς η χρήση τους ήταν δύσκολη στον περιορισμένο χώρο ενός χαρακώματος. Οι Αρντίτι πλησίαζαν τα εχθρικά χαρακώματα όσο αυτά βομβαρδίζονταν από το ιταλικό πυροβολικό. Μετά την άρση του βομβαρδισμού πηδούσαν μέσα στην τάφρο, όσο οι εχθροί βρισκόταν ακόμα σε αμυντική στάση, και χρησιμοποιούσαν τα στιλέτα τους για να πατάξουν την εχθρική αντίσταση. Αυτές οι πρωτόγονες τακτικές αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Στη συνέχεια έπρεπε να υπερασπιστούν τις περιοχές που κατάκτησαν για 24 ώρες και ύστερα αντικαθιστούνταν με στρατιώτες του πεζικού. Οι Αρντίτι μπορεί να έχαναν το 25% με 30% των αντρών τους σε μία επίθεση. Το σύνθημα τους ήταν O la vittoria, o tutti accoppati δηλαδή «Είτε θα νικήσουμε, είτε θα πεθάνουμε όλοι».[6] Μια μονάδα των Αρντίτι αποτελούνταν από 13 αξιωματικούς και 400 στρατιώτες οι οποίοι είχαν επιλεγεί εθελοντικά.
Το 1916, η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε να απονείμει τιμητική διάκριση στους Αρντίτι, αλλά ήταν διστακτική στο να δημιουργήσει νέες μονάδες.[7] Το παράσημο των Αρντίτι φοριούνταν στο αριστερό χέρι και περιείχε το μονόγραμμα VE (αρχικά του Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ της Ιταλίας).
Καθιέρωση και χρήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1917, ύστερα από πρόταση νεαρών αξιωματικών που είχαν κουραστεί από την αδιάκοπη αιματοχυσία του πολέμου των χαρακωμάτων, δημιουργήθηκαν ειδικές δυνάμεις εφόδου από στρατιώτες της 48ης μεραρχίας του Η΄ Σώματος Στρατού, υπό την ηγεσία του λοχαγού Τζουζέπε Μπάσι. Ύστερα από θετικά αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης αποφασίστηκε η μόνιμη καθιέρωση των νέων ειδικών μονάδων.[8] Διαφωνίες σχετικά με τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση των ανδρών καθυστέρησαν την έναρξη των επιχειρήσεων μέχρι τις 29 Ιουλίου του 1917, όταν ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ ενέκρινε επίσημα τη δημιουργία των Αρντίτι.
Οι νέες μονάδες έλαβαν διαφορετική εκπαίδευση από τους υπόλοιπους στρατιώτες του πεζικού. Ο καλύτερα εκπαιδευμένος γερμανικός στρατός ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε την ιδέα των ειδικών δυνάμεων, με τη δημιουργία των Sturmtruppen, αλλά οι Ιταλοί σύντομα ακολούθησαν το παράδειγμα τους. Ύστερα από την εκπαίδευση τους στο στρατόπεδο του Μανζάνο, οι πρώτες μονάδες των Αρντίτι υπήχθησαν στο Β΄ Σώμα Στρατού. Όταν ξεκίνησε η Μάχη του Καπορέττο υπήρχαν 27 μονάδες, αν και ελάχιστες από αυτές είδαν ενεργό δράση. Μέχρι το τέλος του πολέμου, περίπου 18.000 άνδρες κατατάχθηκαν στους Αρντίτι. Πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στη Μάχη του ποταμού Πιάβε, όπου η Αντάντ σταμάτησε την προέλαση του Αυστροούγγρικου Στρατού. Οι Αρντίτι διέσχισαν τον ποταμό Πιάβε κολυμπώντας, κρατώντας ένα στιλέτο ανάμεσα στα δόντια τους, και επιτέθηκαν στο αυστριακό και γερμανικό στρατόπεδο στην αντίπερα όχθη. Έτσι κέρδισαν το προσωνύμιο Caimani del Piave («οι καϊμάν του Πιάβε»).[9] Καθώς ο γιακάς της αυστριακής στολής ήταν από ανθεκτικό ύφασμα, οι «Caimani» ήταν οπλισμένοι με ένα σουγιά «resolza», με προέλευση από τη Σαρδηνία, ο οποίος λόγο της κυρτής λεπίδας του μπορούσε να διαπεράσει το παχύ ύφασμα της αυστριακής στολής (οι υπόλοιποι Αρντίτι χρησιμοποιούσαν ένα απλό στιλέτο).[10] Σήμερα, το έμβλημα των αμφίβιων καταδρομέων του ιταλικού ναυτικού (COMSUBIN) απεικονίζει έναν καϊμάν να κρατάει ένα μαχαίρι ανάμεσα στα σαγόνια του, αυτό το έμβλημα επιλέχθηκε για να τιμήσει τη μνήμη των Caimani del Piave.
Οι Αρντίτι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη νίκη της Μάχης του Βιττόριο Βενέτο από τις δυνάμεις της Αντάντ, γεγονός που οδήγησε στην τελική νίκη απέναντι στον αυστριακό στρατό και στην κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας. Τον Ιανουάριο του 1920, σύντομα μετά το τέλος του πολέμου, οι Αρντίτι διαλύθηκαν.
Εκπαίδευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχικά όλοι οι στρατιώτες ήταν εθελοντές, αλλά στη συνέχεια, οι διοικητές των μονάδων επέλεξαν κατάλληλους άνδρες για υποχρεωτική κατάταξη στους Αρντίτι. Συχνά επιλέγονταν μέλη των Bersaglieri (σκοπευτές του πυροβολικού) και των Alpini (ορεινό πεζικό), ειδικότητες των οποίων οι στρατιώτες ήταν γνωστοί για την αντοχή και για τη φυσική τους δύναμη. Αφού υποβάλλονταν σε δοκιμές δύναμης, ικανότητας και ψυχραιμίας, οι νεοσύλλεκτοι εκπαιδεύονταν στη χρήση όπλων και σε καινοτόμες τεχνικές επίθεσης. Εξασκούνταν στην πάλη σώμα με σώμα, με ή χωρίς τη χρήση όπλων [11] και συνεχώς πραγματοποιούσαν μυϊκή εκγύμναση. Το 1917, ενώ δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης «L'Orientale», ο Ιάπωνας συγγραφέας Χαρουκίτσι Σιμόι κατατάχθηκε στον ιταλικό στρατό, έγινε μέλος των Αρντίτι και ανέλαβε να διδάξει καράτε στους συναδέλφους του στρατιώτες.
Συγκεκριμένα οι Αρντίτι εκπαιδεύονταν στη ρίψη χειροβομβίδων, στη σκοποβολή και στη χρήση φλογοβόλου και πολυβόλου. Η εκπαίδευση ήταν ιδιαίτερα ρεαλιστική και αρκετοί άνδρες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της· οι περισσότεροι θάνατοι προκλήθηκαν από θραύσματα ύστερα από έκρηξη χειροβομβίδας. Η σκληρή προπόνηση, το ομαδικό πνεύμα και η αψήφιση του κινδύνου έκαναν τους Αρντίτι ένα από τα ικανότερα στρατιωτικά σώματα της εποχής. Τα πλεονεκτήματα που απολάμβαναν δημιούργησαν ένα κλίμα δυσπιστίας και ζήλιας ανάμεσα στους Αρντίτι και τους αξιωματικούς των υπόλοιπων μονάδων του τακτικού στρατού. Ωστόσο, η πολεμική τους δεινότητα και η ικανότητα να αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις στο πεδίο της μάχης, κέρδισαν τον σεβασμό των απλών στρατιωτών.
Στολή και εξοπλισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η στολή των Αρντίτι που προέρχονταν από το μονάδες του πεζικού περιελάβανε ένα μαύρο χιτώνιο στο οποίο υπήρχαν ραμμένες μαύρες φλόγες στο πέτο. Οι Αρντίτι που προέρχονταν από μονάδες των Alpini φορούσαν πράσινες φλόγες στο πέτο ενώ αυτοί που είχαν επιλεγεί από τους Bersaglieri φορούσαν πορφυρές φλόγες. Επίσης φορούσαν μια σκούρα πράσινη πλεκτή μπλούζα, ένα μαύρο φέσι, παρόμοιο με αυτό των στρατιωτών του πυροβολικού, και παντελόνι.
Πολλά από τα εμβλήματα και τα σύμβολα των Αρντίτι αργότερα υιοθετήθηκαν από το φασιστικό καθεστός, για παράδειγμα ένα μετάλλιο που απεικονίζει ένα κρανίο που σφίγγει ένα στιλέτο ανάμεσα στα δόντια του. Οι αντι-φασιστές Arditi del Popolo είχαν επίσης το δικό τους έμβλημα (κρανίο με κόκκινα μάτια και στιλέτο).
Ο τυπικός εξοπλισμός των Αρντίτι αποτελούνταν από στιλέτο, για μάχη σώμα με σώμα, και από χειροβομβίδες. Οι χειροβομβίδες προκαλούσαν πανικό, σύγχυση και ζημιά στους εχθρούς. Συγκεκριμένα χρησιμοποιούσαν τη γαλλική χειροβομβίδα Thevenot, η οποία ήταν κατάλληλη για εφόδους καθώς δημιουργούσε έκρηξη περιορισμένης έντασης αλλά πολύ δυνατό κρότο που έσπερνε τον τρόμο στους αντιπάλους. Άλλα όπλα που χρησιμοποιούσαν ήταν τα αυτόματα πολυβόλα και τα φλογοβόλα. Οι καραμπίνες που επέλεγαν ήταν οι Moschetto 91 και Moschetto 91 TS της σειράς Carcano. Οι Αρντίτι επίσης χρησιμοποιούσαν κανόνια 37 mm και 65 mm για βομβαρδισμούς ενάντια σε εχθρικές οχυρώσεις.
Εξοπλισμός των Αρντίτι | |||||||||
|
Οι Arditi del Popolo
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώην μέλη των Αρντίτι, που ήταν αντίθετοι στο τότε ισχυρό αλλά όχι ακόμα εδραιωμένο κίνημα του φασισμού δημιουργήσαν την παραστρατιωτική αντιφασιστική οργάνωση Arditi del Popolo (οι τολμηροί του λαού). Οι άντρες που αποτελούσαν τους Arditi del Popolo είχαν ενταχθεί σε αναρχικά, κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κινήματα μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πλειοψηφία των μελών τους ήταν κομμουνιστές, ωστόσο άλλα μέλη άνηκαν στο φιλελεύθερο Ιταλικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (ένας από τους ηγέτες των Arditi del Popolo ήταν ο ρεπουμπλικάνος Βικένζο Μπαλντάτσι) και στο χριστιανοδημοκρατικό Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα. Το κίνημα ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1921 από τον Άργκο Σεκοντάρι, πρώην υπολοχαγό των «μαύρων φλογών» και αναρχικό. Τα μέλη της οργάνωσης απαριθμούσαν 20.000 άνδρες, με τους περισσότερους να είναι έμπειροι βετεράνοι.
Η σφοδρότερη μάχη στην οποία έλαβαν μέρος ήταν η πολιορκία της Πάρμα το 1922 από τους μελανοχίτωνες. 10.000 μελανοχίτωνες, υπό τις εντολές των Ρομπέρτο Φαρινάτσι και Ίταλο Μπάλμπο αναγκάστηκαν από αποχωρήσουν από την πόλη ύστερα από πέντε μέρες συγκρούσεων με τους Arditi del Popolo. Οι φασίστες έχασαν 39 άντρες ενώ οι Αρντίτι μόνο πέντε. Τους ακόλουθους μήνες, οι περισσότεροι από τους ηγέτες των Arditi del Popolo φυλακίστηκαν ή δολοφονήθηκαν από τους μελανοχίτωνες, με τη συνεργασία της αστυνομίας, και το κίνημα σύντομα διαλύθηκε.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Polizzotto, Francesco (6 Δεκεμβρίου 2018). «L'Esercito italiano rispolvera il mito degli Arditi». Eco Internazionale (στα Ιταλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2021.
- ↑ «100 anni fa nascevano gli "Arditi" il corpo più temuto dagli eserciti avversari» (στα Ιταλικά). 31 Ιουλίου 2018.
- ↑ Circolare Comando Supremo n. 6230 del 14 marzo 1917, da CS (UAVS) a C. d'Armata e Zona Gorizia (fino a C. di Brigata). Oggetto: reparti d'assalto.
Supreme Command Circular No. 6230 14 March 1917, from CS (UAVS) to Army Corps Area and Gorizia (up to Brigade Corps). Subject: assault troops. - ↑ Rules of years for the infantry, approved 30 June 1914.
- ↑ Circolare Comando Supremo: n. 496 di P.RS. del 16 giugno 1915. Oggetto: Attacco di posizioni rafforzate.
Circular Supreme Command: No. 496 of P.RS. 16 June 1915. Subject: Attack of fortified positions. - ↑ Farina, Salvatore (1938). Le truppe d'assalto italiane [The Italian assault troops]. Rome.
- ↑ Circolare Comando Supremo n. 15810 del 15 luglio 1916. Oggetto: Norme per la concessione del distintivo per militari arditi.
Supreme Command Circular No 15,810 of 15 July 1916. Subject: Rules for the granting of distinctive bold military. - ↑ Circolare Comando Supremo n. 111660 del 26 giugno 1917, da CS a C. di 1ª, 2ª, 3ª, 4ª, 6ª Armata. Oggetto: reparti d'assalto.
Supreme Command Circular No 111,660 26 June 1917, from CS to Command of 1st, 2nd, 3rd, 4th, 6th Army. Subject: assault troops. - ↑ «Nudi alla meta» [Naked to the goal] (στα Ιταλικά).
- ↑ Pirocchi, Angelo· Vuksic, Velimir (2004). Italian Arditi. Elite Assault Troops 1917–1920. Oxford: Osprey. ISBN 1841766860.
- ↑ A Brief Examination of Fiore dei Liberi's Treatises Flos Duellatorum & Fior di Battaglia[απέτυχε η επαλήθευση]
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην ιταλική γλώσσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Balsamini, Luigi (2002). Gli Arditi del Popolo. Dalla guerra alla difesa del popolo contro le violenze fasciste (στα Ιταλικά). Casalvelino Scalo: Galzerano.
- Cordova, Ferdinando (1969). Arditi e legionari dannunziani (στα Ιταλικά). Padova: Marsilio.
- Francescangeli, Eros (2000). Arditi del Popolo. Argo Secondari e la prima organizzazione antifascista (1917–1922) (στα Ιταλικά). Roma: Odradek.
- Fuschini, Ivan (1994). Gli Arditi del Popolo (στα Ιταλικά). Preface by Arrigo Boldrini. Ravenna: Longo.
- Rossi, Marco (1997). Arditi, non gendarmi! Dall’arditismo di guerra agli arditi del popolo 1917-1922 (στα Ιταλικά). Pisa: BFS.