Αμπού Μπακρ
Αμπού Μπακρ | |
---|---|
Διάδοχος του Αποστόλου του Αλλάχ | |
1ος Χαλίφης του Χαλιφάτου Ρασιντούν | |
Περίοδος | 8 Ιουνίου 632 - 23 Αυγούστου 634 |
Διάδοχος | Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ |
Γέννηση | Οκτώβριος 573 Μέκκα, Αραβία |
Θάνατος | 23 Αυγούστου 634 (60 ετών) Μεδίνα, Αραβία |
Τόπος ταφής | Τέμενος του Προφήτη, Μεδίνα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Αμπντουλάχ ιμπν Αμπί Κουχάφα (Οκτώβριος 573 - 23 Αυγούστου 634), γνωστός ως Αμπού Μπακρ, ήταν Άραβας χαλίφης, σύντροφος (σαχάμπι) και πεθερός του προφήτη του Ισλάμ, Μωάμεθ. Στα βυζαντινά κείμενα απαντάται ως Αβουβάχαρος και Αποκάπρης. Μετά τον θάνατο του Προφήτη, κυβέρνησε το Πατριαρχικό Χαλιφάτο ως ο πρώτος μουσουλμάνος χαλίφης, από το 632 έως το 634 μ.Χ. Ως χαλίφης, διαχειρίστηκε επιτυχώς τις πολιτικές και διοικητικές εξουσίες που είχε προηγουμένως ασκήσει ο Μωάμεθ. Ο Αμπού Μπακρ ονομάστηκε Ας-Σιντίκ (Εκείνος που επιβεβαιώνει την αληθινή προφητική ιδιότητα του Μωάμεθ).
Ως νέος, ήταν έμπορος υφασμάτων και ταξίδεψε πολύ στην Αραβία και τις γειτονικές χώρες στη Μέση Ανατολή, κερδίζοντας πλούτη και εμπειρία, φτάνοντας να αναγνωριστεί ως ηγέτης της φατρίας του. Στην επιστροφή του από ένα επιχειρηματικό ταξίδι στην Υεμένη, πληροφορήθηκε ότι κατά την απουσία του ο Μωάμεθ είχε διακηρύξει ανοιχτά την προφητική αποστολή του. Αμέσως, ο Αμπού Μπακρ προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και ήταν ο πρώτος ενήλικας αρσενικός που έγινε μουσουλμάνος. Επιτέλεσε σημαντικό ρόλο στον προσηλυτισμό πολλών ανθρώπων στην ισλαμική πίστη ενώ στις αρχές του 623 η κόρη του Αΐσά παντρεύτηκε τον Μωάμεθ, ισχυροποιώντας έτσι τους δεσμούς μεταξύ των δύο αντρών.
Ο Αμπού Μπακρ υπήρξε έμπιστος σύμβουλος και στενός φίλος του Μωάμεθ. Κατά τη διάρκεια της ζωής του Μωάμεθ, έλαβε μέρος σε αρκετές πολεμικές συγκρούσεις, όπως στη μάχη στις πλαγιές του όρους μάχη της Ουχούντ, στη μάχη της Τάφρου, στη μάχη της Χαϋμπάρ, την κατάκτηση της Μέκκας, τη μάχη της Χουναΰν, την πολιορκία της Ταΐφ και τη μάχη του Ταμπούκ, όπου αναφέρεται ότι έδωσε όλο τον πλούτο του για την προετοιμασία της αποστολής.
Η περίοδος χαλιφείας του Αμπού Μπακρ διήρκεσε για περίπου δύο χρόνια (27 μήνες), τελειώνοντας με τον θάνατό του από ασθένεια. Αν και η περίοδος της χαλιφείας του δεν ήταν μακρά, περιελάμβανε επιτυχείς εισβολές στις δύο πιο ισχυρές αυτοκρατορίες του καιρού εκείνου (Βυζαντινή Αυτοκρατορία και Αυτοκρατορία των Σασσανιδών), θέτοντας σε κίνηση και ακαταπόνητη αγωνιστικότητα έναν ολόκληρο κόσμο, κίνηση που θα οδηγούσε ύστερα από λίγες δεκαετίες στη δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην ιστορία.
Η ζωή του πριν το Ισλάμ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αμπού Μπακρ, γεννήθηκε το 573, και καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μέκκας, και από τη κυρίαρχη φυλή των Κουραϊσιτών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Οθμάν, και η μητέρα του Σάλμα. Το πλήρες όνομά του, που δείχνει επίσης και τους προγόνους του ήταν: Αμπντ Αλλάχ ιμπν Ουθμάν ιμπν Ααμίρ ιμπν Αμρ ιμπν Καάμπ ιμπν Σαάντ ιμπν Ταγίμ (αραβικά: أبو بكر الصديق عبد الله بن عثمان التيمي القرشي أول الخلفاء الراشدين που σημαίνει Αμπντουλάχ γιος του Οθμάν (που ήταν) γιος του Ααμίρ, (που ήταν) γιος του Αμρ, (που ήταν) γιος του Κάαμπ, (που ήταν) γιος του Σάαντ, (που ήταν) γιος του Τείμ, (που ήταν) γιος του Μουράχ, (που ήταν) γιος του Κάαμπ,[1] (που ήταν) γιος του Λουάι, (που ήταν) γιος του Γκααλίμπ, (της φυλής) των Κουραϊσιτών και των Ταμείμ.)[2]
Ο Μπακρ παντρεύτηκε τέσσερεις γυναίκες και έκανε έξι παιδιά. Τρία αγόρια και τρία κορίτσια, όλα τους πιστοί μουσουλμάνοι. [3] Ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, το εμπόριο, κάτι που κατάφερε να κάνει με μεγάλη επιτυχία, και σύντομα απέκτησε τη δική του περιουσία. Συχνά συνόδευε και τα καραβάνια στα ταξίδια τους προς βορρά και νότο, βρίσκοντας ευκαιρία να διευρύνει τις γνώσεις του με τις συναναστροφές ανθρώπων άλλων χωρών. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις καμήλες, και μάλιστα είχε αρκετές. Από την αγάπη του για αυτές μάλιστα πήρε το παρατσούκλι Αμπού Μπακρ που σημαίνει ο πατέρας της καμήλας.[4]
Η μουσουλμανική παράδοση τον θέλει θεοσεβούμενο, έντιμο, ελεήμονα, ειλικρινή, λιτοδίαιτο και εγκρατή ακόμα και πριν την μεταστροφή του στον ισλαμισμό. Ήταν γνωστή στη κοινωνία της Μέκκας η απέχθεια του για το αλκοόλ, ακόμα και πριν την απαγόρευση από το Ισλάμ.
Όταν μια παρέα τον ρώτησε γιατί δεν πίνει αλκοόλ εκείνος απάντησε: «…γιατί προσπαθώ να προστατέψω την εντιμότητά και την αρρενωπότητά μου. Όποιος πίνει αλκοόλ τα χάνει και τα δυο….»
Ήταν από τα σεβαστά πρόσωπα της κοινότητας και πολλά μέλη της πατριάς του, τον συμβουλεύονταν για όλες τις υποθέσεις τους αλλά του εμπιστεύονταν και τη φύλαξη των χρημάτων τους. [5]
Μετά το Ισλάμ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από μικρός ήταν φίλος του Μωάμεθ – εκτός και από ότι είχαν και συγγένεια - και ήταν επίσης, ο πρώτος ενήλικας αρσενικός που πίστεψε στη προφητική ικανότητα του Μωάμεθ. Σύμφωνα με τον θεολόγο Khalifatul Masih II, [6] επιστρέφοντας ο Μπακρ από ένα εμπορικό ταξίδι, άκουσε τις φήμες που έλεγαν ότι ο Μωάμεθ, ο φίλος του, τρελάθηκε και βλέπει αγγέλους. Έτσι ο Μπακρ πήγε να επισκεφτεί τον φίλο του και έμαθε από πρώτο χέρι, την επαφή που είχε με τον αρχάγγελο Γαβριήλ πάνω στο όρος Χίρα, και το μήνυμα που τον επιφόρτισε ο Αλλάχ να διαδώσει. Ο Μπακρ χωρίς να διστάσει ούτε δευτερόλεπτο πείστηκε και πίστεψε στην ιερή αποστολή που είχε αναλάβει ο φίλος του.
Ο προφήτης Μωάμεθ είχε πει: Η αγάπη και η ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του Αμπού Μπακρ,είναι καθήκον όλων των Μουσουλμάνων.[7]
Από τότε έζησε τη ζωή του δίπλα σε αυτήν του Μωάμεθ και μοιράστηκε τις καλές και τις κακές μέρες. Άρχισε αμέσως να προσηλυτίζει καινούριους οπαδούς στο Ισλάμ και σε αυτόν χρεώνονται οι προσηλυτίσεις των κοντινών συντρόφων του Μωάμεθ, όπως του μετέπειτα χαλίφη Οθμάν ιμπν Αφφάν, και των Ζουμπαϊρ και Ταλάτ. [8] Επίσης χάρη στα πλούτη του, μπόρεσε να απελευθερώσει από τη σκλαβιά πολλούς μουσουλμάνους που τα αφεντικά τους, τους κακομεταχειρίζονταν εξαιτίας της πίστης τους στον Μωάμεθ.[9]
Το πρώτο Χατζ του Ισλάμ, (θρησκευτικό προσκύνημα στη Μέκκα) πραγματοποιήθηκε εννέα χρόνια μετά την Εγίρα,(τη μετανάστευση των μουσουλμάνων από τη Μέκκα στη Μεδίνα) με τον Μπακρ να ηγείται της συνοδείας των προσκυνητών μια που τα καθήκοντα του στη Μεδίνα δεν επέτρεπαν στο προφήτη να το κάνει. [10]
Η χαλιφεία του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγω της αρρώστιας του Μωάμεθ, ο Αμπού Μπακρ ήταν αυτός που επιλέχτηκε από τον Προφήτη, να τον αντικαταστήσει στα καθήκοντά του, σαν καθοδηγητής της κοινής προσευχής. Επί τρεις μέρες και δεκαεφτά προσευχές ο Μπακρ, έκανε με βαθιά του θλίψη, το θέλημα του Προφήτη, με τον Μωάμεθ να προσεύχεται στα δεξιά του Μπακρ. [11]
Στις 8 Ιούνη του 632, 11 χρόνια μετά την Εγίρα, και αφού έγινε η κηδεία του Μωάμεθ συγκεντρώθηκε το συμβούλιο της Μεδίνας για να εκλέξουν το διάδοχό του. Παρόλο που στην αρχή οι προσηλυτισμένοι της Μεδίνας (ansar), ήθελαν να υπάρχουν δυο αρχηγοί από κάθε ομάδα, [12]- τελικά μόλις έμαθαν την προτίμηση που είχε δείξει ο ίδιος ο Μωάμεθ στον Αμπού Μπακρ ανακάλεσαν και τον δέχτηκαν σαν τον ένα και μοναδικό αρχηγό τους.[13]
Η πρώτη απόφασή του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη του απόφαση ήταν να συνεχίσει αυτό που διακόπηκε λόγω του θανάτου του Μωάμεθ. Μερικές εβδομάδες πριν ο Μωάμεθ πεθάνει, είχε εκλέξει τον Ουσάμα ιμπν Ζαγίντ, (Usama ibn Zaid) 17 χρονών τότε, να ηγηθεί μιας εκστρατείας εναντίον του Shaam (έτσι ονόμαζαν οι Άραβες τότε, τις σημερινές περιοχές της Συρίας, της Ιορδανίας και της Παλαιστίνης) με σκοπό να εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του, Ζαγίντ. Ο Ζαγίντ είχε σκοτωθεί από τους Βυζαντινούς στη μάχη του Μουτάχ (Mu’tah). Οι προετοιμασίες αναβλήθηκαν λόγω της ασθένειας και του θανάτου του Μωάμεθ. Μόλις όμως ο Αμπού Μπακρ ανέλαβε τη χαλιφεία, διέταξε τον Ουσάμα να συνεχίσει τις προετοιμασίες και έτσι ο στρατός του νεαρού έφυγε τρεις βδομάδες μετά το θάνατο του προφήτη. Ο ίδιος ο Μπακρ συνόδευσε τα στρατεύματα μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Μεδίνα, για να δώσει κουράγιο και για να συμβουλεύσει τους στρατιώτες πώς να διεξάγουν τον πόλεμο και πώς να μεταχειρίζονται τον περιβάλλοντα χώρο τους. Η εκστρατεία του νεαρού Ουσάμα ήταν νικηφόρος και σε 40 μέρες γύρισε στη Μεδίνα. [14]
Οι πόλεμοι κατά των αποστατών (Αλ Ρίντα)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Μωάμεθ, πολλές φυλές που είχαν ασπαστεί τον Ισλαμισμό λίγο ή πολύ με τη βία, αποστάτησαν, αρνήθηκαν την επικυριαρχία της Μεδίνας όπως και το να πληρώνουν το φόρο ελεημοσύνης, τον Zakaah – που θεωρούσαν ότι απλώς αύξανε τα πλούτη της πόλης και μείωνε τα δικά τους. Οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν οι φυλές οι εγκαταστημένες γύρω από τη περιοχή της Μεδίνας. Αφού ο Μπακρ σκέφτηκε πολύ για το τι έπρεπε να κάνει, όταν ξανασυναντήθηκε με τους αντιπροσώπους των φυλών, τους εξήγησε ότι δεν μπορούσε να τους απαλλάξει από αυτήν την υποχρέωση, μια ο φόρος αυτός που δεν ήταν φόρος υποτέλειας αλλά βοήθειας προς όλη τη μουσουλμανική κοινότητα, φόρος που είχε επιβάλλει ο Αλλάχ και ως εκ τούτου εξακολουθούσε να υφίσταται και μετά το θάνατο του προφήτη.Οι γύρω φυλές ωστόσο δεν ησύχασαν και βλέποντας τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη να απουσιάζει στην Παλαιστίνη, επιτέθηκαν στη Μεδίνα, αλλά ύστερα από νυχτερινές αψιμαχίες και με τη ευφυή στρατιωτική καθοδήγηση του Αμπού Μπακρ, οι εισβολείς απωθήθηκαν από τη πόλη και κυνηγήθηκαν.
Όταν οι φυλές άρχισαν να επαναστατούν οι περισσότεροι ηγέτες της κοινότητας της Μεδίνας, ακόμα και ο Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ, ο επόμενος χαλίφης, πρότειναν να αφήσουν ήσυχες τις φυλές, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι οι Μουσουλμάνοι να γίνουν περισσότεροι σε αριθμό, γιατί φοβούνταν ότι το ολιγάριθμό τους θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο σε μια μάχη εναντίον των φυλών. Το ζήτημα ήταν σοβαρό: θα συνέχιζαν τη πολιτική και τη θέληση του Μωάμεθ, ή θα εγκατέλειπαν? Ο Αμπου Μπακρ αφού το σκέφτηκε αποφάσισε ότι θα συνέχιζε την επιθυμία του Μωάμεθ αλλά κυρίως την επιθυμία του Αλλάχ, με οποιοδήποτε κόστος. Έτσι ξεκίνησε να οργανώνει το στρατό του. Aυτή η κοσμοιστορική απόφαση του Αμπού Μπακρ διαμόρφωσε τον ρου της ιστορίας, αφού θεμελίωσε την αραβική εθνική και θρησκευτική ενότητα, και την εξώθησε στην κατακτητική της επέκταση.
[15]
Η μάστιγα των «προφητών», που ήθελαν να αντικαταστήσουν τον Μωάμεθ, και στην πνευματική εξουσία αλλά και στη κοσμική, είχε γίνει τόσο έντονη τα τελευταία χρόνια, ακόμα και ζώντος του Προφήτη - που ο Αμπού Μπακρ θεώρησε ότι έπρεπε να πολεμήσει για να καταπνίξει αυτή την τάση ανεξαρτησίας και απόσχισης που κρυβόταν κάτω από τους δήθεν ‘’προφήτες’’, και που αν αφηνόταν ελεύθερη, θα διέλυε την ομόνοια και συνεπώς τη δύναμη της μουσουλμανικής κοινότητας. Έτσι αφού οργάνωσε το στρατό του, σε στρατιές, τον έστειλε σε όλα τα σημεία της Αραβικής χερσονήσου, να υποτάξει τις φυλές που ξεσηκώθηκαν και να εξαλείψει τους ‘’ψευτο-προφήτες’’ που ξεσήκωναν αυτές τις φυλές. Χώρισε, λοιπόν, τους άντρες σε έντεκα σώματα, το κάθε ένα με τη δική του σημαία και έναν αρχηγό, που ήταν υπεύθυνος και στο να στρατολογεί καινούριους στρατιώτες στο δρόμο του. Οι στρατηγοί του διατάχτηκαν να βαδίσουν από τη Συρία και τη Γάζα, τη περιοχή του Μπαχρέιν, τις περιοχές γύρω από τη Μέκκα και τη Μεδίνα, μέχρι τον απώτατο νότο, στο Ομάν και τη βόρεια Υεμένη. Αιχμή του δόρατος στη στρατιωτική προσπάθεια ήταν ο ιδιοφυής στρατηγός Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, (Khalid ibn al-Walled) ο επονομαζόμενος και «ρομφαία του Ισλάμ» που έδωσε αρκετές δύσκολες και πολύνεκρες μάχες μέχρι να ολοκληρώσει τη κατάκτηση της Αραβικής χερσονήσου.
Οι Άραβες στο Ιράκ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μάχη των αλυσίδων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μόλις ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ (Khalid ibn Al-Walled) ειρήνευσε και ένωσε την Αραβία, πήρε διαταγή από τον Αμπού Μπακρ να πάει στο Ιράκ και κυρίως στη περιοχή της Ουμπαλλάχ (Uballah) που ήταν κομβικό σημείο των δρόμων που οδηγούσαν ανατολικά και δυτικά της Περσίας – εκεί που ο Τίγρης και ο Ευφράτης ενώνονταν. Στη περιοχή της Χαφείρα οι δυο στρατοί –Περσών και Αράβων-συναντήθηκαν. Στην αρχή η μάχη ήταν αμφίρροπη αλλά μετά το θάνατο του αρχηγού των Περσών από τον Χαλίντ , κάμφθηκε η αντίσταση τους και προς το ηλιοβασίλεμα η μάχη είχε κριθεί υπέρ των Αράβων. Από τις αλυσίδες που ήταν δεμένοι οι Πέρσες για αμυντικούς λόγους, (δηλ. να σχηματίζουν οι πεζοί ένα όσο το δυνατό συμπαγές φράγμα) πήρε το όνομά της αυτή η μάχη.[16] Χιλιάδες Πέρσες σκοτώθηκαν, χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν, και τα λάφυρα ήταν πλουσιότατα. Τα 4/5 των λαφύρων μοιράστηκαν στους στρατιώτες ενώ το 1/5 στάλθηκε στον Αμπού Μπακρ. Ανάμεσα στα λάφυρα ήταν και το χρυσοποίκιλτο και αδαμαντοστόλιστο ποτήρι του Χορμούζ(Hormuz), του στρατηγού της μάχης, που ο Αμπού Μπακρ, χάρισε στον Χαλίντ, ενώ όλοι οι ιππείς πήραν σε μετρητά από τα λάφυρα, χιλιάδες ντιράμ(το νόμισμα της Αραβίας).
Μετά από αυτή την νίκη – οι επόμενες τρεις μάχες – της Μαντχάαρ (Madhaar), της Γουαλάγια(Walajahh) και της Ουλάις (Ulays), εκτός του ότι δόξασαν τον Χαλίντ, του άνοιξαν το δρόμο για τη Περσία και συγκεκριμένα για τη Χίρα (Al-Heera), η οποία κατακτήθηκε χωρίς μάχη αφού οι υπερασπιστές της, την παρέδωσαν τρομοκρατημένοι, από το νέου του θανάτου του Πέρση βασιλιά Αντρασείρ. Όταν ο Αμπού Μπακρ έμαθε τα τελευταία τόσο χαρούμενα νέα, ηγήθηκε μιας δημόσιας προσευχής ευχαριστίας στον Αλλάχ, στο τζαμί της Μεδίνα. Όλο το κεντρικό Ιράκ ήταν τώρα στα χέρια των Μουσουλμάνων. Παρόμοια με τη Χίρα, και άλλες πόλεις της περιοχής υπέγραψαν παρόμοιες συνθήκες. Μετά ο Χαλίντ συνέχισε για νέες κατακτήσεις.
Η κατάκτηση της Ανμπάαρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πόλη της Ανμπάαρ (Anbaar) ήταν ο επόμενος στόχος, στη δυτική πλευρά της όχθης του Ευφράτη, μια ευημερούσα από το εμπόριο πόλη, όπου συναντιόνταν τα καραβάνια από τη Παλαιστίνη και τη Συρία. Ο Χαλίντ, αφήνοντας τον Λιγιάντ ιμπν Γκανάμ (Lyaad ibn Ghanam) σα διοικητή πλέον της Χίρα, βάδισε κατά της Ανμπάρ και ύστερα από πολιορκία 4 ημερών την κατέλαβε. Ο Χαλίντ αφού άφησε φρουρά στη πόλη και αφού ξαναπέρασε τον Ευφράτη προχώρησε με κατεύθυνση νότια. Στόχος η πόλη Αϊν Ατ-Ταμρ (‘Ayn At-Tamr), μια μεγάλη οχυρωμένη πόλη περικυκλωμένη από φοινικιές, φρουρούμενη από περσικές και αραβοχριστιανικές φρουρές. Ο Άραβας αρχηγός της πόλης έφυγε για να συναντήσει τον Χαλίντ, έδωσε μια γενναία μάχη αλλά και αυτός τελικά νικήθηκε και πιάστηκε ζωντανός όπως ήταν και η επιθυμία του Χαλίντ. Η πόλη τελικά παραδόθηκε.[17]
Η μάχη του Φιράντ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην επόμενη μάχη του Φιραάντ, οι ενωμένες δυνάμεις των Αραβοχριστιανών, των Βυζαντινών και των Περσών συναντήθηκαν με τους Άραβες του Χαλίντ δίπλα στον Ευφράτη. Οι σύμμαχοι πέρασαν τον ποταμό και αμέσως οι Μουσουλμάνοι τους επιτέθηκαν. Οι σύμμαχοι σιγά-σιγά εγκλωβίζονταν όλο και περισσότερο ανάμεσα στους εχθρούς και στο ποτάμι και τελικά έχασαν τη μάχη. Οι απώλειες των αντιπάλων των Αράβων ανέρχονταν στις εκατό χιλιάδες. Τελικά και το Φιράντ (Firaad), όπου έγινε η μάχη παραδόθηκε στον Χαλίντ. [18]
Oι Άραβες στη Συρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αμπού Μπακρ συνέχισε. Μάζεψε τους στρατιώτες του, όρισε τους επικεφαλής, έκανε στρατηγό τους τον Χαλίντ, τους έβγαλε έναν εμψυχωτικό λόγο και τους έστειλε να κατακτήσουν και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Εκεί δίπλα στον ποταμό Ιερομύακα (αραβ. Γιαρμούκ) έλαβε χώρα η μάχη που σταμάτησε τη βυζαντινή κυριαρχία στη περιοχή. Τη πρώτη μέρα της μάχης ήρθε και η είδηση του θανάτου του Αμπού Μπακρ και της εκλογής του Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ σαν τον επόμενο χαλίφη.[19]
Ο θάνατος του Αμπού Μπακρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 8 Αυγούστου του 634 έπεσε άρρωστος από υψηλό πυρετό. Ο Μπακρ παρ'όλα αυτά, έκλεινε τις υποθέσεις του με αυτόν τον κόσμο, φροντίζοντας πάντα για το καλό του Ισλάμ. Βρέθηκε σε δίλημμα για το αν έπρεπε να κατονομάσει αυτός τον επόμενο χαλίφη ή να αφήσει να τον εκλέξουν μετά όπως έκανε και ο Μωάμεθ. Έτσι σκέφτηκε τη μέση οδό, να εκλέξουν τον χαλίφη τους ενώ εκείνος ζούσε. Συγκάλεσε λοιπόν το συμβούλιο για να συζητήσουν το θέμα της διαδοχής. Ο Μπακρ πρότεινε τον Ομάρ και οι περισσότεροι συμφώνησαν μαζί του. Μόνο ο Αλή και ο Ταλάχ διαφώνησαν υποστηρίζοντας ότι ο Ομάρ ήταν πολύ αυστηρός για να γίνει καλός χαλίφης. Τελικά οι αντιρρήσεις κάμφθηκαν και ο Ομάρ εξελέγη χαλίφης, ενώ ο Μπακρ έβαζε τον Οθμάν ιμπν Αφφάν, να γράψει τη διαθήκη του που αναφερόταν στο γεγονός αυτό. Πέθανε μετά από 50 μέρες ασθένειας κατά την διάρκεια των οποίων έδινε συνέχεια συμβουλές στον Ομάρ.
Ήταν 63 χρονών και ήταν χαλίφης για δυο χρόνια και τρεις μήνες. Κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του αρνήθηκε τις υπηρεσίες γιατρών αφήνοντας το σώμα του στα χέρια του Αλλάχ. Θάφτηκε μαζί με τον προφήτη, στο δωμάτιο της Αϊσά.[20]
Ο Αμπού Μπακρ και το Κοράνι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μπακρ, ήταν ο πρώτος που συγκέντρωσε όλους μαζί τους στίχους του Κορανίου. Ήδη από τη μάχη του Γιαμαμάχ το 633 όταν σκοτώθηκαν πολλοί από αυτούς που ήξεραν το Κοράνι απ’ έξω, ο Μπακρ φοβήθηκε μήπως χαθεί η γνώση του κειμένου. Ανέθεσε στον Ζαγίντ ιμπν Θααμπίτ (Zayad ibn Taabit), γραμματέα του Μωάμεθ και λόγιο, να επισκεφτεί όλους τους επιζήσαντες από τη μάχη για να του αφηγηθούν τα κείμενα που γνώριζαν. Άρχισε να μαζεύει τους γραμμένους στίχους από όπου μπορούσε να τους βρει και τελικά παρέδωσε ένα χειρόγραφο με όλο το Κοράνι στον Μπακρ που το φύλαξε μέχρι το θάνατό του.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ αυτός - ο Μουράχ ιμπν Κάαμπ ήταν ο κοινός πρόγονός του με τον Μωάμεθ
- ↑ Muhammad Muhammad As Sallaabee:Biography of Abu Bakr as Sideeq, εκδ.Darussalam, σελ.28
- ↑ από το βιβλίο ‘’The great Lover of Islam’’, του Adam Hani Walker. Σελ. 5
- ↑ Muhammad Muhammad As Sallaabee:Biography of Abu Bakr as Sideeq, εκδ.Darussalam, σελ.27
- ↑ «The great lover of Islam», του Adam Hani Walker, σελ.7
- ↑ Eισαγωγή στη μελέτη του Κορανίου, σελ.144-145 (στην αγγλική)
- ↑ Αλ – Σαγιούτι, η ιστορία των χαλιφών, σελ.47
- ↑ η πληροφορία από το site www. loveshav.com
- ↑ «Η ζωή του Προφήτη», από τις Leila Azzam και Aisha Gouverneur, σελ. 26
- ↑ από το site www. loveshav.com
- ↑ Tarikh At-Tabari; Tarikh Al-Umam wal-Muluk Abi Ja’afar Mohammad ibn Jareer At-Tabari. 2003. Beirut., 513
- ↑ οι προσηλυτισμένοι της Μεδίνας ονομάζονταν ansar, ενώ οι πρώτοι μουσουλμάνοι- οι προσηλυτισμένοι της Μέκκας- ονομάζονταν muhajerin. Αυτές οι δυο ομάδες εκείνα τα χρόνια, συχνά βρίσκονταν σε αντιπαράθεση για τα πρωτεία και τα δικαιώματα κάθε μιας
- ↑ «Βιογραφίες των 4 ορθά καθοδηγημένων χαλίφηδων. Εκδόσεις Dar-el-Manara,Αίγυπτος, πρώτη έκδοση Μάης 2001 σελ.51
- ↑ από το βιβλίο The great Lover of Islam, Adam Hani Walker σελ.27
- ↑ από το «Biographies of the Rightly Guided Caliphs» των Tamir Abu Muhammad, Noha Kamal Al-Yazid, εκδόσεις Dar- El- Salam, 2001 σελ.59
- ↑ όπου παραπάνω, σελ 99
- ↑ όπου και παραπάνω, σελ 106-108
- ↑ oπου και παραπάνω, σελ.113-115
- ↑ όπου και παραπάνω σελ.116-121
- ↑ «The great lover of Islam», του Adam Hani Walker, σελ34
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Biographies of the Rightly-Guided Caliphs, εκδ. Dar al- Manarah, Cairo,2001
- The Sword of Allah:Khalid bin Al-Waleed:His Life and Campaigns by Lieutenant-General A.I. Akram, Πακιστάν, 1962
- The Biography Of Abu Bakr As-Siddeeq. Βy Dr. Ali Muhammad As-Sallaabee