Jump to content

φωτεινός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From φῶς (phôs) +‎ -εινός (-einós).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

φωτεινός (phōteinósm (feminine φωτεινή, neuter φωτεινόν); first/second declension (Attic, Koine)

  1. shining, bright (of the sun, sky)
  2. (figuratively) clear, distinct
    • 50 CE – 100 CE, The Gospel of Luke 11:34:
      ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν.
      hótan ho ophthalmós sou haploûs êi, kaì hólon tò sômá sou phōteinón estin.
      When your eye is truthful, then your whole body is clear.

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: φωτεινός (foteinós)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek φωτεινός (phōteinós, shining, bright).

Adjective

[edit]

φωτεινός (foteinósm (feminine φωτεινή, neuter φωτεινό)

  1. bright, illuminated, light, luminous

Declension

[edit]
Declension of φωτεινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φωτεινός (foteinós) φωτεινή (foteiní) φωτεινό (foteinó) φωτεινοί (foteinoí) φωτεινές (foteinés) φωτεινά (foteiná)
genitive φωτεινού (foteinoú) φωτεινής (foteinís) φωτεινού (foteinoú) φωτεινών (foteinón) φωτεινών (foteinón) φωτεινών (foteinón)
accusative φωτεινό (foteinó) φωτεινή (foteiní) φωτεινό (foteinó) φωτεινούς (foteinoús) φωτεινές (foteinés) φωτεινά (foteiná)
vocative φωτεινέ (foteiné) φωτεινή (foteiní) φωτεινό (foteinó) φωτεινοί (foteinoí) φωτεινές (foteinés) φωτεινά (foteiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φωτεινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φωτεινός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φωτεινότερος (foteinóteros) φωτεινότερη (foteinóteri) φωτεινότερο (foteinótero) φωτεινότεροι (foteinóteroi) φωτεινότερες (foteinóteres) φωτεινότερα (foteinótera)
genitive φωτεινότερου (foteinóterou) φωτεινότερης (foteinóteris) φωτεινότερου (foteinóterou) φωτεινότερων (foteinóteron) φωτεινότερων (foteinóteron) φωτεινότερων (foteinóteron)
accusative φωτεινότερο (foteinótero) φωτεινότερη (foteinóteri) φωτεινότερο (foteinótero) φωτεινότερους (foteinóterous) φωτεινότερες (foteinóteres) φωτεινότερα (foteinótera)
vocative φωτεινότερε (foteinótere) φωτεινότερη (foteinóteri) φωτεινότερο (foteinótero) φωτεινότεροι (foteinóteroi) φωτεινότερες (foteinóteres) φωτεινότερα (foteinótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φωτεινότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φωτεινότατος (foteinótatos) φωτεινότατη (foteinótati) φωτεινότατο (foteinótato) φωτεινότατοι (foteinótatoi) φωτεινότατες (foteinótates) φωτεινότατα (foteinótata)
genitive φωτεινότατου (foteinótatou) φωτεινότατης (foteinótatis) φωτεινότατου (foteinótatou) φωτεινότατων (foteinótaton) φωτεινότατων (foteinótaton) φωτεινότατων (foteinótaton)
accusative φωτεινότατο (foteinótato) φωτεινότατη (foteinótati) φωτεινότατο (foteinótato) φωτεινότατους (foteinótatous) φωτεινότατες (foteinótates) φωτεινότατα (foteinótata)
vocative φωτεινότατε (foteinótate) φωτεινότατη (foteinótati) φωτεινότατο (foteinótato) φωτεινότατοι (foteinótatoi) φωτεινότατες (foteinótates) φωτεινότατα (foteinótata)

Derived terms

[edit]
[edit]
  • see: φως n (fos, light)