Jump to content

ελαφρύς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ελαφρύς (elafrýsm (feminine ελαφριά, neuter ελαφρύ)

  1. Alternative form of ελαφρός (elafrós)

Declension

[edit]
Declension of ελαφρύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρύς (elafrýs) ελαφριά (elafriá) ελαφρύ (elafrý) ελαφριοί (elafrioí) ελαφριές (elafriés) ελαφριά (elafriá)
genitive ελαφριού (elafrioú)
ελαφρύ (elafrý)
ελαφριάς (elafriás) ελαφριού (elafrioú)
ελαφρύ (elafrý)
ελαφριών (elafrión) ελαφριών (elafrión) ελαφριών (elafrión)
accusative ελαφρύ (elafrý) ελαφριά (elafriá) ελαφρύ (elafrý) ελαφριούς (elafrioús) ελαφριές (elafriés) ελαφριά (elafriá)
vocative ελαφρύ (elafrý) ελαφριά (elafriá) ελαφρύ (elafrý) ελαφριοί (elafrioí) ελαφριές (elafriés) ελαφριά (elafriá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελαφρύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελαφρύς, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρύτερος (elafrýteros) ελαφρύτερη (elafrýteri) ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτεροι (elafrýteroi) ελαφρύτερες (elafrýteres) ελαφρύτερα (elafrýtera)
genitive ελαφρύτερου (elafrýterou) ελαφρύτερης (elafrýteris) ελαφρύτερου (elafrýterou) ελαφρύτερων (elafrýteron) ελαφρύτερων (elafrýteron) ελαφρύτερων (elafrýteron)
accusative ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτερη (elafrýteri) ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτερους (elafrýterous) ελαφρύτερες (elafrýteres) ελαφρύτερα (elafrýtera)
vocative ελαφρύτερε (elafrýtere) ελαφρύτερη (elafrýteri) ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτεροι (elafrýteroi) ελαφρύτερες (elafrýteres) ελαφρύτερα (elafrýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ελαφρύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρύτατος (elafrýtatos) ελαφρύτατη (elafrýtati) ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατοι (elafrýtatoi) ελαφρύτατες (elafrýtates) ελαφρύτατα (elafrýtata)
genitive ελαφρύτατου (elafrýtatou) ελαφρύτατης (elafrýtatis) ελαφρύτατου (elafrýtatou) ελαφρύτατων (elafrýtaton) ελαφρύτατων (elafrýtaton) ελαφρύτατων (elafrýtaton)
accusative ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατη (elafrýtati) ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατους (elafrýtatous) ελαφρύτατες (elafrýtates) ελαφρύτατα (elafrýtata)
vocative ελαφρύτατε (elafrýtate) ελαφρύτατη (elafrýtati) ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατοι (elafrýtatoi) ελαφρύτατες (elafrýtates) ελαφρύτατα (elafrýtata)