ανάμεσα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek ἀνάμεσα (anámesa), from ἀνάμεσον (anámeson),[1] from Ancient Greek ἀνάμεσος (anámesos), from ᾰ̓νᾰ- (ănă-) + μέσος (mésos).
Adverb
[edit]ανάμεσα • (anámesa)
- among, amongst
- between, among
- Το τοπίο ανάμεσα στα δυο χωριά είναι μαγευτικό.
- To topío anámesa sta dyo choriá eínai mageftikó.
- The countryside between the two villages is spectacular.
- compared to
- (figuratively) between
- Ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους υπάρχει τώρα ένα χάσμα.
- Anámesa stous dyo palioús fílous ypárchei tóra éna chásma.
- There is now a gap between the two old friends.
Synonyms
[edit]Related terms
[edit]- ανάμεσος (anámesos, adjective)
References
[edit]- ^ ανάμεσα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language